Ως «επωνύμους» συνήθως  αναφέρουμε τους διάσημους. Εντελώς άδικο αυτό, καθ΄ ότι όλοι είμαστε επώνυμοι ως διαθέτοντες επώνυμο, ασχέτως με το πόσο γνωστό τοις πάσι είναι αυτό. Το  επίθετο (από το επί και θέτω ) ή επώνυμο(από το επί και όνομα)  μας προσδιορίζει κοινωνικά, διευκρινίζοντας την οικογενειακή μας καταγωγή, τοποθετημένο δίπλα στο μικρό μας όνομα το βαπτιστικό και μας συνδέει με  την εκ πατρός γραμμή καταγωγής μας ώστε να είναι πιο σαφής ο ονομαστικός προσδιορισμός της ύπαρξής  μας.  Από την αρχαιότητα διαπιστωμένη η ανάγκη επακριβέστερου ονομαστικού  προσδιορισμού του κάθε ατόμου, καλύφθηκε αρχικά με τη χρήση του μικρού ονόματος του πατέρα δίπλα στο όνομα του παιδιού ή με τη χρήση του προσδιοριστικού καταγωγής του. Στα κατοπινά (πολλά ) χρόνια, κάποιο αξίωμα, το επάγγελμα, ένα παρατσούκλι, ένα ιδιαίτερο  σωματικό χαρακτηριστικό, ακόμη κι ο χαρακτήρας προστέθηκαν σε όσα ήδη μπορούσαν να «γεννήσουν» επίθετα.  Κι έτσι, πέραν των επιθέτων τύπου Λημναίος (= από τη Λήμνο) και Αντωνίου (= του Αντώνη ),  καταλήξαμε να έχουμε επίθετα όπως: Σακελλάριος (= εκκλησιαστικό αξίωμα), Νοτάριος (=συμβολαιογράφος του Βυζαντίου), Ξιδούς (ξιδού =αυτή που φτιάχνει ξίδι), Πετράς, Κουτσός, Δεληγιάννης (ντελή = τρελλός στην τουρκική), και άπειρα άλλα.  Επίσης, από την αρχαιότητα ακόμη, κάποια κατάληξη  όπως πχ -ιδης  προστιθέμενη στο όνομα του πατέρα υποδήλωνε τον απόγονο, τον γιό δηλαδή, μΑς πούμε «Αγαμέμνων Ατρείδης», δηλαδή γιος του Ατρέα , της οικογένειας των Ατρειδών.

Με το πέρασμα των αιώνων, και άλλες καταλήξεις έφτασαν να δηλώνουν το ίδιο, σχετιζόμενες με την ντοπιολαλιά κάθε περιοχής, οπότε αυτόματα έγιναν και  ενδεικτικές του τόπου  προέλευσης του κάθε επιθέτου (και άρα και του κατόχου του).

Ας ρίξουμε μια ματιά :

Κατάληξη σε –ίδης και -ιάδης   συνήθως είναι από τον Πόντο, όπως και σε –ίκας και -αντης.   Σε –όπουλος, από Πελοπόννησο και κάποια από Πόντο.                                                                     Σε –άκης, από Κρήτη και  Θράκη (κάποια σε – άκις) .                                                                           Σε –ογλου, από Μικρά Ασία.                                                                                                                       Σε –άτος, από Ζάκυνθο.                                                                                                                               Σε –άκος και – έας, από Μάνη.                                                                                                                       Σε –έλης, από Λέσβο, Λήμνο και ίσως από κάποια μέρη της Μικρασίας.  H κατάληξη είναι μάλλον κατάλοιπο της λατινικής κατάληξης -ellum.                                                                               Σε – ούδης συνήθως από Θράκη.                                                                                                                 Σε – ούσης,  κυρίως από Χίο.

Έτσι προκύπτουν οι παραλλαγές,  του τύπου :  Αντωνιάδης, Αντωνόπουλος, Αντωνακάκης, Αντώνογλου, Αντωνάτος, Αντωνάκος, Αντωνέας, Αντωνέλης, Αντωνούδης. Η κάθε μία είναι ενδεικτική της καταγωγής του κατόχου του επιθέτου.

Μήπως τώρα η σχέση με το επίθετό σας έγινε λίγο στενότερη;

 

Και έπεται συνέχεια….