Είναι επίκαιρα. Είναι πατροπαράδοτα. Είναι νόστιμα. Είναι χαρακτηριστικά των ημερών. Οπότε, μια και περνούν από τη γλώσσα μας και γευστικά και λεκτικά,
ας τα γνωρίσουμε καλύτερα και γλωσσολογικώς!
Χαλβάς : από την ομόηχη αράβικη λέξη, που σημαίνει γλύκισμα. Γενικά η λέξη αναφέρεται σε πολλά παρασκευάσματα που φτιάχνονται από μια λιπαρή ουσία (βούτυρο, λάδι, ταχίνι κλπ), ένα άμυλο (αλεύρι, σιμιγδάλι, νισεστέ κλπ) και κάτι γλυκαντικό (ζάχαρη, μέλι, πετιμέζι κλπ). Ας θυμηθούμε τον αλευροχαλβά των αγροτικών νοικοκυριών, που γλύκαινε την παιδική ηλικία των μεγαλύτερων σχεδόν με το τίποτα.
Ταχίνι : πολτός σουσαμιού με όνομα αντιδανεισμένο από την τουρκική γλώσσα, στην οποία η κυπριακή ταχή έγινε ταχίν και μετά ταχίνι.
Ταραμάς : κι αυτό από το τουρκικό ταραμά που αναφέρεται στα συντηρημένα αυγά ψαριών κυρίως γλυκού νερού.
Λαγάνα : από το αρχαίο λάγανον που αναφέρουν πολλοί αρχαίοι συγγραφείς, με προέλευση από το ρήμα λαγαίω που σημαίνει αφήνω, χαλαρώνω, απολύω, έχει ινδοευρωπαϊκή ρίζα και έδωσε λέξεις ανάλογης σημασίας σε πολλές γλώσσες. Η λαγάνα γίνεται χωρίς προζύμι, είναι δηλαδή άζυμο ψωμί.
Χάσκας : όνομα και πράμα αυτό το έθιμα της Τυρινής Κυριακής, όπου το βράδυ η οικογένεια κάθεται γύρω γύρω με τα χέρια πίσω από την πλάτη κι ένας παππούς ή γιαγιά περιφέρει με τέχνη ένα κρεμασμένο στον πλάστη αυγό, έτσι ώστε να το πλησιάζει στο πρόσωπο όσων παίζουν και να το απομακρύνει τεχνηέντως. Οι παίκτες προσπαθούν μόνο με το στόμα να αρπάξουν το αυγό. Πράγμα που σημαίνει ότι περιμένουν με το στόμα ανοιχτό και καιροφυλακτούν πότε το αυγουλάκι θα πλησιάσει σε απόσταση αρπαγής. Από τα ανοιχτά στόματα που χάσκουν, το έθιμο ονομάστηκε χάσκας. Όποιος το αρπάξει είναι ο νικητής και τρώει το τελευταίο αυτό αυγό πριν τη νηστεία! Και έτσι, με αυτό το αυγό κλείνει το στόμα (για όλους) την Τυρινή για την νηστεία της Σαρακοστής και με το κόκκινο αυγό ανοίγει στη λήξη της νηστείας την Ανάσταση! Βέβαια, το έθιμο γίνεται και με λουκούμι ή και χαλβά (εκείνον τον άσπρο, τον σκληρό) κρεμασμένο στον πλάστη. Τα χάσκοντα στόματα παραμένουν ίδια!
Καθαρά Δευτέρα : «καθαρά» λόγω αρχόμενης σωματικής και πνευματικής κάθαρσης. Τη μέρα αυτή οι νοικοκυρές καθάριζαν καλά και όλα τα κουζινικά, για να μην μείνει ίχνος ζωϊκού λίπους πάνω τους. Ωστόσο, σε κάποιες πόλεις η μέρα λεγόταν και Μουτζουροδευτέρα, από το έθιμο να αλληλομουτζουρώνονται οι άνθρωποι σα σήμερα, με στάχτη και καπνιά.
Για το καλό.
Κούλουμα : η λέξη κατά πάσα πιθανότητα προέρχεται από το λατινικό cumulus που σημαίνει σωρός ή επίλογος. Σωρός φαγητών που περίσσεψαν και δεν μπορούν πια να φαγωθούν λόγω έναρξης της νηστείας και επίλογος της περιόδου που προηγήθηκε για να αρχίσει η Σαρακοστή. Στα Ταταύλα, η γιορτή της Καθαράς Δευτέρας με τα πικνίκ, του χαρταετούς και τα νηστίσιμα λεγόταν Μπακλαχοράνι, πιθανώς από το μπακλά που είναι το κουκί και τρωγόταν πολύ!

Καλή Σαρακοστή!!