9 και τρία.
Πλατεία, θεωρεία, εξώστης, γεμάτα. Η απόλυτη πληρότητα.
Καλησπέρες, χαιρετισμοί, 25 χρόνια, αυλαία, βίντεο.
Παρουσίαση θέματος, λυράρηδες, Λάμπρος Λιάβας. Και το κουβάρι άρχισε να ξετυλίγεται.

Η σβέλτη στιβαρότητα της Δράμας, η κρυφή Κωστελίδικη πτυχή της Θράκης, η χαρούμενη τσαχπινιά της Λήμνου, η δαντελωτή εσωτερικότητα των Δωδεκανήσων, η όλο χάρη λεβεντιά της Κρήτης, η καθηλωτική ένταση του Πόντου, η τελετουργική εσωστρέφεια της Καππαδοκίας, η ευγενική λαϊκότητα της Πόλης, όλα ήταν εκεί. Εμπεδωμένα, με ουσία και περιεχόμενο.

Οι χορευτές, σε διαρκή κινησιολογική μεταμόρφωση. Με αίσθημα, ενέργεια, σύμπνοια και γνώση. Οι πρώτοι κι οι πρώτες του κύκλου, υποδειγματικοί. Με φαντασία, με άποψη, με μέτρο. Στολίδια της ομάδας.

Οι φορεσιές, ένας θησαυρός. Καλά επιλεγμένες και σωστά φορεμένες, για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη κάποιες από αυτές. Το μεταξωτό φουστάνι της Λήμνου, οι απίθανοι κεφαλόδεσμοι κι οι κόκκινες γυναικείες μπότες της Καρπάθου, η πλισέ λευκότητα της Τήλου, το χρωματιστό αλλά περίκλειστο ντύσιμο των Φαράσων, τα κόκκινα αντρικά νησιώτικα φεσάκια και μαντήλια, οι Κωστελίδικες ποδιές δεμένες στις μασχάλες, οι κρητικές κυλόττες, τα Kαππαδόκικα αντεριά, οι ζίπκες, οι ζουπούνες, τα χρυσογέλεκα, ένα πανόραμα.

Πίσω, σε προβολή, μια εξαιρετική επιλογή από παλιές συλλεκτικές φωτογραφίες.

Υποβλητικός χρωματιστός φωτισμός και πάνω του, σα σκιές, οι φιγούρες των μουσικών, λίγες κάθε φορά. Ο προβολέας στον κάθε λυράρη. Που ήρθε από τον τόπο του, απόλυτος φορέας του ντόπιου πολιτισμού, και έβαψε με το δοξάρι και τη φωνή του το χώρο στο ηχόχρωμα της πατρίδας του. Από δίπλα, λαούτα και κρουστά με προσωπικότητα, σε ρόλο συντρόφου και υποστηρικτή. Οι δε τρεις τραγουδιστές, σε απόλυτη ταύτιση με το ύφος της κάθε περιοχής.

Από δεξιά της σκηνής η Μαρία, με κείμενα λιγόλογα και λυρικά, να δίνουν το στίγμα κάθε περιοχής ζωγραφίζοντας εικόνες.
Από αριστερά ο Λάμπρος, με σύντομη, περιεκτική και εύστοχη ανάλυση της μουσικής προσωπικότητας κάθε τόπου σε σχέση με τη λύρα.
Ο ήχος εξαιρετικός.

Γύρω- γύρω μια ξύλινη αγκαλιά με τον πάγκο του οργανοποιού, τα ξύλινα τραπέζια, τα παγκάκια, τη μικρή ελιά, τη φθινοπωρινή μουριά. Με τα κίτρινα φύλλα της να πέφτουν μαγικά, αθόρυβα, σχεδόν τρυφερά, υπακούοντας στον κύκλο της ζωής.

Κι ύστερα ένα τολμηρό τραγούδι για φινάλε: «Χαρείτε νιές, χαρείτε νιοί…… Τούτη η γης που τη πατούμε όλοι μέσα θε να μπούμε…»

Χειροκρότημα. Αβίαστο, χειμαρρώδες, διαρκές, μπόλικο. Από ένα κοινό απόλυτα παρόν και από την αρχή βαθειά προσηλωμένο.

Καληνύχτα. Ήταν 12 και δέκα.

Θερμά ευχαριστούμε…