Η επικοινωνία και η ανταλλαγή υπήρξαν από πάντα και απόδειξη αλλά και τρόπος προαγωγής του πολιτισμικού επιπέδου και η γλώσσα, σαν κομμάτι πολιτισμού, δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Λέξεις ταξίδευαν πάντα από και προς, προσφέροντας τη δυνατότητα απόδοσης νεοεισαγόμενων εννοιών και αναφοράς σε νέα εν χρήσει πράγματα, όπως και τη δυνατότητα πληρέστερης αναφοράς σε ήδη υπάρχοντα. Οι ξένες αυτές λέξεις υιοθετούνταν αποκλειστικά όταν κάλυπταν ένα κενό στο γλωσσικό σύνολο, ενώ άλλοτε συνυπήρχαν με την αντίστοιχη οικεία λέξη ή έκφραση, η οποία παράλληλα είτε επεκτείνει κάπως τη σημασία της είτε ενεργοποιείται εστιασμένα. Έτσι έχουμε το κραγιόν, τη μάσκαρα, το στυλ, το πικ απ, το ντουζ, το πάρτυ, τον μπακλαβά, το κανταϊφι, το μακιγιάζ και πολλές άλλες που ενώ μπορούν να μεταφραστούν και στη γλώσσα μας, τελικά χρησιμοποιούνται έτσι όπως είναι, καθώς έχουν εισαχθεί μαζί με αυτό που περιγράφουν και έχουμε και το καρμπυρατέρ (διανομέας) , το μεράκι (έννοια, βαθύ ενδιαφέρον), το πατρόν (χνάρι), το ασανσέρ (ανελκυστήρας), τον χασάπη (κρεοπώλης), την μπέϊμπι σίτερ (παραμάνα αλλά και βάγια παλιότερα), το μαγιό (μπανιερό) και πολλές άλλες που χαίρουν πλήρους αποδοχής εξ ίσου με την ελληνική τους αντίστοιχη. Το φαινόμενο αυτό εκσυγχρονίζει τα γλωσσικά δεδομένα, πλουτίζει τις δυνατότητες έκφρασης, και αποτυπώνει τις πανταχόθεν επιρροές χωρίς όμως να χάνεται η επαφή με την μητρική γλώσσα. Το όλο θέμα θυμίζει την υιοθεσία παιδιών, που επιλέγεται άλλοτε από εντελώς άκληρα ζευγάρια και άλλοτε από ζευγάρια που ήδη έχουν και δικά τους παιδιά. Το έργο είναι γνωστό, θαυμαστό και θεάρεστο και στις δύο περιπτώσεις. Ας πάμε όμως τώρα το ζήτημα λίγο παρακάτω. Εκεί που λέξεις γνωστές και από χρόνια χρησιμοποιούμενες, λέξεις – αναφορά σε έννοιες και πράγματα γνωστά και επίσης από χρόνια χρησιμοποιούμενα, λέξεις απολύτως επαρκείς στο ρόλο τους, ξαφνικά αντικαθίστανται από άλλες λέξεις, δανεισμένες από ξένες γλώσσες, λέξεις που έχουν ακριβώς την ίδια σημασία με τις προϋπάρχουσες ελληνικές. Ας πάμε εκεί που λέξεις εγκατεστημένες στην παρούσα μορφή της γλώσσας εκτοπίζονται από άλλες, ακριβώς ταυτόσημες, που δεν προσφέρουν τίποτα επιπλέον στην εκφραζόμενη έννοια και δεν αποτελούν ούτε μια μορφή ορολογίας, επιστημονικής, τεχνολογικής, επαγγελματικής ή μαστορικής ούτε αναφορά σε παγκόσμιας εμβέλειας κινήματα, διοργανώσεις κλπ. Ας πάμε εκεί που η χυμώδης γυναίκα χαρακτηρίζεται πλέον ως τζούσι, τα αγαπημένα ξώφτερνα παπούτσια λέγονται σλινγκ μπακς και τα ίσια λέγονται φλατ, η φρυγανίτσα μας είναι κρίσπι κι όχι τραγανή, οι εκπτώσεις είναι πλέον σεϊλς, η λαιμόκοψη των ρούχων είναι νεκ λαϊν και οι αδέσμευτοι (ή ελεύθεροι) συνάνθρωποι ονομάζονται σινγκλς. Ας πάμε εκεί που ακούγονται φράσεις όπως «είναι μια πιο σεϊφ επιλογή», «έχετε καλό ταϊμινγκ» «πρέπει να είμαστε αλέρτ», λες και οι λέξεις ασφαλής, συγχρονισμός και σε εγρήγορση (αντίστοιχα στα παραδείγματα) δεν θα απέδιδαν το νόημα . Ή, ακόμα χειρότερα, λες και η χρήση των ελληνικών λέξεων υστερεί σε κύρος και δεν βοηθάει τον χρήστη να δείχνει σύγχρονος και ενημερωμένος. Ανάγοντας το θέμα στο παράδειγμα με την υιοθεσία, αυτό το φαινόμενο θυμίζει περίπτωση ζευγαριού που υιοθετεί παιδιά ενώ έχει δικά του, με τη διαφορά όμως ότι προχωρώντας στην υιοθεσία ΔΙΩΧΝΕΙ ΤΑ ΔΙΚΑ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΑ ΕΓΚΑΤΑΛΕΊΠΟΝΤΑΣ ΤΑ!! Πως άραγε θα μας φαινόταν αυτό κοινωνικά;
Μήπως αξίζει ομοίως να αναρωτηθούμε και για τα γλωσσικά;
Όμως…… έχει ακουστεί ποτέ περίπτωση ζευγαριού που, ενώ έχει δικό του παιδί, το έδιωξε και το εγκατέλειψε για να υιοθετήσει ένα άλλο;
Πόσο θαυμαστό και επιθυμητό θα ήταν κάτι τέτοιο τελικά;