Είναι βασικό ίσως το βασικότερο για την γαστρονομική κουλτούρα μας. Με αλευράκι και νερό και με τη μαγική μεσολάβηση του προζυμιού ή της μαγιάς, το ψωμί βασιλεύει στο τραπέζι μας και γίνεται σημείο αναφοράς στη ζωή μας.
Όταν έχουμε περάσει πολλά με κάποιον, λέμε ότι «μαζί φάγαμε ψωμί κι αλάτι».
Κι όταν όλο μαλώνουμε λέμε ότι «μαζί δεν τρώμε γλυκό ψωμί». Ενώ όταν η φτώχεια χαρακτηρίζει τη ζωή μας «λέμε το ψωμί ψωμάκι».
Πολλές οι ανάλογες μεταφορικές αναφορές, ακριβώς γιατί το ψωμί πάντα ήταν το αυτονόητο στο τραπέζι μας, στηρίζοντας την επιβίωσή μας και υπογραμμίζοντας τη νοστιμιά κάθε μπουκιάς μας. Η γλώσσα μας αποζητάει τη γεύση του γαστριμαργικά. Ας δούμε τώρα και η άλλη γλώσσα μας τι ψωμένιες νοστιμιές θα βρει γλωσσολογικά
Άρτος : η επίσημη ελληνική λέξη για κάθε άσπρο, πολυτελείας, πολύσπορο, ολικής κλπ ψωμί.
Η λέξη επιβιώνει σήμερα στα «αρτοσκευάσματα» και φυσικά στον άρτο της αρτοκλασίας.
Η προέλευσή της λίγο ασαφής, ίσως από το ρήμα αραρίσκω = παρασκευάζω, ίσως από τη λέξη arto των Βάσκων για το καλαμποκόψωμο, ίσως από κάτι άλλο (Μπαμπινιώτης)
Ψωμί : από τη λέξη «ψωμός » = κομμάτι τροφής, μπουκιά
Λαγάνα : το αρτολάγανον των αρχαίων. Ζυμωτικό χωρίς μαγιά ή προζύμι, έγινε το χριστιανικό ψωμί της νηστείας τη Μεγάλη Σαρακοστή. Αυτό που σήμερα τρώμε την Καθαρά Δευτέρα, μόνο ως προς το σχήμα είναι λαγάνα, καθ΄ότι έχει μαγιά.
Μπομπότα : το ψωμί από καλαμποκίσιο αλεύρι. Σωτήριο στην κατοχή, τώρα αποτελεί έδεσμα, ζυμωμένο με τυράκι και άλλα πολλά. Ως λέξη προέρχεται μάλλον από την μωρουδίστικη γλώσσα των παιδιών.
Κουραμάνα : το ψωμί του στρατώνα. Ίσως από το γαλλικό courrement που θα πει «τρέχοντας», επειδή οι φαντάροι το έπαιρναν τροχάδην.
Φραντζόλα : το γνωστό μακρουλό σχήμα ψωμιού, οφειλόμενο μάλλον σε απόδοση της λέξης «γαλλικό» (Francia= Γαλλία) στην τουρκική γλώσσα
καρβέλι σλαβικής προέλευσης λέξη, που υπάρχει και στα αλβανικά.
Κουλούρα : από την αρχαία «κολλύρα» που σήμαινε το ίδιο πράγμα.
Παξιμάδι : από το όνομα του Παξάμου, μάγειρα και φούρναρη πριν καναδυό χιλιάδες χρόνια.
Μπισκότο : λατινικής προέλευσης λέξη που σημαίνει ακριβώς «διπλοφουρνιστό» (bis και cotto).
Μπουγάτσα : όλα ξεκινούν από το λατινικό focus = εστία, όπου ψηνόταν ένα πλατύ ζυμωτικό, που γι΄αυτό ονομάστηκε focaccia = ψημένο αρτοσκεύασμα και είναι (πλατύ) ψωμί με μυρωδικά κλπ πάνω του.
Από δω πήραν τη λέξη οι Τούρκοι και την έκαναν ποάτσα = ζύμη, κι όταν αυτή η ζύμη έχει και γέμιση τελικά προκύπτει η γνωστή μας μπουγάτσα.
Η γέμιση είναι περίκλειστη, καθώς το καλά βουτυρωμένο φύλλο διπλώνεται γύρω της, κι έτσι διαφοροποιείται από την απλή πίτα. Στην Ελλάδα ήρθε μαζί με τους Μικρασιάτες πρόσφυγες.
Επισήμανση α΄: σε πολλές ελληνικές περιοχές μπουγάτσα ονομάζεται το μεγάλο εθιμικό ψωμί.
Επισήμανση β΄: ΝΑΙ! Υπάρχει μπουγάτσα με τυρί, σπανάκι, κιμά κι ό,τι άλλο θέλουμε. Μπουγάτσα δεν είναι μόνο αυτή με την κρέμα.
Tσουρέκι : λέξη τουρκικής προέλευσης (corek) που αναφέρεται σε όποια ζύμη έχει μαγιά ή προζύμι και φουσκώνει.
Για μας, είναι το γιορτινό γλυκό ζυμωτικό με το μπόλικο βούτυρο και τα αυγά, που παραπέμπει σε Πάσχα και Χριστούγεννα.

Και καλή όρεξη!!!