Συνεχίζουμε λοιπόν την γλωσσολογική περιπλάνησή μας σε νυφικά, στέφανα και άλλα χαρούμενα.
Ο γάμος χρειάζεται απαραιτήτως ένα κουμπάρο. Από την υστερολατινική λέξη compater, δηλαδή com = με, μαζί, και το pater. Επίσης, ετοιμάζουμε τις μπονμπονιέρες, και ΟΧΙ μπουμπουνιέρες, ανεξάρτητα από τη γνώμη που έχουμε για νύφη ή γαμπρό. Η λέξη προκύπτει από το bonbon που είναι στα γαλλικά η καραμελίτσα, διότι μέσα στις μπονμπονιέρες, καραμελίτσες βάζουμε, τα κουφέτα, από το confeto που σημαίνει φτιαγμένο. Ακόμη χρειαζόμαστε ένα βέλο να συνοδεύει το νυφικό φόρεμα. Βέλο, από το velum που σημαίνει κάλυμμα, παραπέτασμα. Οι νύφες κάποτε έκρυβαν το πρόσωπό τους από αιδημοσύνη ή για να μη ματιαστούν (ή για να μην αναγνωριστούν, σε περίπτωση συμπεθερικής απάτης). Το βέλο λέγεται και πέπλο, όπου πέπλος ίσον ύφασμα λεπτό και πτυχωτό, που στην αρχαιότητα φοριόταν ως γυναικείο ένδυμα. Και το νυφικό βέλο συνοδεύεται από την κουάφ, εξάρτημα του νυφικού κεφαλιού που στηρίζει το βέλο και στολίζει όλο το κεφάλι, λέξη γαλλική, εξέλιξη της υστερολατινικής cofia που αναφέρεται σε απλό κάλυμμα κεφαλής, συνήθως λευκό. Με το γάμο, για το ζευγάρι προκύπτουν οι πεθεροί και οι πεθερές. Πενθερός η λέξη στην αρχαιότητα, από την ινδοευρωπαϊκή ρίζα -πενθ- που σημαίνει «συνδέω». Μεταξύ τους οι γονείς του ζεύγους γίνονται συμπέθεροι, με προφανή την σημασία της λέξης, και την συγγένεια να επεκτείνεται σε ολόκληρα τα σόγια, που πλέον έχουν «συμπεθεριό». Και προχωρούμε τώρα στον πυρήνα της όλης γαμήλιας υπόθεσης. Στη νύφη και στο γαμπρό. Νύφη, νύμφη στην αρχαιότητα, λέξη που κατά μία εκδοχή προκύπτει από τη λέξη nubo που σχετίζεται με το κάλυμμα, καθ ́ ότι οι νύφες κάλυπταν το πρόσωπο, αν και το τι ακριβώς γινόταν σε γαμήλιες τελετές τόσο παλιά μάλλον δεν το ξέρουμε. Γαμπρός είναι παράγωγο του ρήματος γαμέω-ώ. Και μη βιάζεστε να βρείτε το πιπέρι για τιμωρία, καθ ́ ότι το εν λόγω ρήμα σημαίνει απλώς και ακριβώς «έρχομαι εις γάμου κοινωνίαν», όπως λέμε επισήμως. Από το ρήμα αυτό φυσικά και η λέξη γάμος. Αργότερα το ρήμα πήρε τον κακό δρόμο και έφθασε να σημαίνει αυτό που ξέρουμε σήμερα, πρόλαβε όμως να αφήσει πίσω του τη λέξη γαμπρός (αρχικά γαμβρός) για το αρσενικό μέλος του στεφανούμενου ζευγαριού. Και κλείνουμε τα περί γάμου με μία σοβαρή επισήμανση για κυρίους. Το ρήμα παντρεύομαι προκύπτει από το υπανδρεύομαι, που προκύπτει από το υπό = κάτω από και το ανήρ – άνδρας. Δηλαδή «παντρεύομαι» σημαίνει μπαίνω κάτω από έναν άνδρα (ναι, ναι, με ευρεία την έννοια και χωρίς περαιτέρω φεμινιστικά σχόλια). Άρα το ρήμα είναι ΕΝΤΕΛΩΣ ΑΚΑΤΑΛΛΗΛΟ για μελλόνυμφους κυρίους, τουλάχιστον με τα ως τώρα (πρόσφατα) επικρατούντα ήθη. «Παντρεύονται» λοιπόν μόνο οι γυναίκες. Οι άντρες νυμφεύονται, παίρνουν δηλαδή νύφη, ως αληθώς. Είπαμε. Για να ξέρουμε ΑΚΡΙΒΩΣ τι λέμε.

Και καλά στέφανα!